Τρίτη 5 Απριλίου 2016

«Τα όπλια – τα όπλια» (Τα όσπρια – τα όσπρια)

«Τα όπλια – τα όπλια» (Τα όσπρια – τα όσπρια)
Μια φορά ένας χωρικός παντρεύτηκε από συνοικέσιο μια κοπέλα από το γειτονικό χωριό. Καλοφτιαγμένη ήτανε και χαμηλοβλεπούσα.
Παντρεύτηκαν, πήγαν στο σπίτι τους και το πρωί ξεκίνησε το παλικάρι για δουλειά. Η γυναίκα του δεν έβγαλε ούτε μία λέξη. Αυτό συνεχίστηκε για μέρες.
Το παλικάρι σκέφθηκε να την κάνει να μιλήσει με κάποια πονηρά τεχνάσματα.
-Σου αφήνω τυρί να φας και να πας και στη μάνα μου είπε και της άφησε ένα κομμάτι μάρμαρο. Η κοπέλα δεν είπε τίποτα – έσκυψε το κεφάλι.
-Σου αφήνω κουκιά να μαγειρέψεις είπε την άλλη μέρα και της άφησε ένα σακουλάκι με πετραδάκια.
-Σήμερα να μαγειρέψεις ρεβύθια που αφήνω της είπε την 3η μέρα και της άφησε μια χούφτα βόλους πήλινους.
-Τα φασόλια μου αρέσουν πολύ. Να είναι ζεστά το μεσημέρι είπε την 4η μέρα και της άφησε μια σακούλα με κουκούτσια.
Την 5η μέρα έκανε πως έφευγε και κρύφτηκε πίσω από την πόρτα του καθιστικού. Τότε άκουσε τη γυναίκα του κλαίει και να λέει:
-‘Αντλα μου, άντλα μου τι να πλωτοθυμηθώ, το τυλί  το μάμαλο, τα κουκιά τα πεταδάκια, τα λεβύθια βοτσαλάκια, τα φασόλια κουκουτσάκια…. Αχ! Αχ! Τα όπλια, τα όπλια εν μπολώ να τα πω και έκλαιγε σπαρακτικά γιατί δεν ήθελε να μάθει ο άντρας της ότι δεν μιλούσε καθαρά. Το παλικάρι την αγαπούσε και με αγάπη και υπομονή της έμαθε να μην ντρέπεται για αυτό που είναι….
(Λαϊκό παραμύθι) (Τα όσπρια, τα όσπρια δεν ημπορώ να τα πω). 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου